ραχιτισμός

ραχιτισμός
ο, Ν
η ραχίτιδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ραχίτ-ιδα + κατάλ. -ισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στον Κ. Ασώπιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ραχίτιδα, ραχιτισμός — Διαταραχή της ανάπτυξης γενικά και του σκελετού ειδικότερα, που αφορά τη διεργασία της οστέωσης και τον μεταβολισμό των αλάτων, κατά τη διάρκεια της ταχείας αύξησης, που είναι χαρακτηριστική στα πρώτα χρόνια της ζωής. Οφείλεται σε ποικίλα… …   Dictionary of Greek

  • αποκόλληση — Παθολογικός αποχωρισμός ιστών στα μέρη με τα οποία συνδέονται ή συμφύονται φυσιολογικά. Οι α. μπορεί να παρατηρηθούν σε διάφορα σημεία του οργανισμού, στο δέρμα, στο περιόστεο κλπ. α. των επιφύσεων στα παιδιά.Πάθηση κατά την οποία προκαλείται… …   Dictionary of Greek

  • ραχίτιδα — ραχίτιδα, η και ραχιτισμός, ο (ιατρ.), ανώμαλη ανάπτυξη της ράχης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”